Λεονάρντ Θίμο: Πω-πω αδερφέ, δες τι βρήκα! Μια από τις πρώτες μου ιστορίες και νόμιζα πως την είχα χάσει αυτήν την ιστορία, θα την ανεβάσω στο Blog για να την διαβάσουν όλοι...
05-07-1999
«ΛΟΥΚΙ ΛΟΥΚ: ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΛΟΥΚΙ»
Του Λεονάρντ Θίμο
Εισαγωγή: Το 1854 περίπου γεννήθηκε το παιδί του Λούκι Λουκ. Ήταν
ένα όμορφο παχουλό αγόρι. Τον ονόμασαν Ρόκυ. Ήξερε καλό κρίκετ και ράγκμπι. Ένα
μήνα πριν είχε γεννηθεί η Πόλυ, ένα από τα παιδιά της Ντόλυ, της φοράδας του
πατέρα του. Ο Ρόκυ με την Πόλυ έγιναν καλοί φίλοι, σαν τον Λούκι με την Ντόλυ.
Στο
σχολείο
Δασκάλα: Γεια σας
παιδιά, ας γνωριστούμε. Πώς σε λένε εσένα;
Ιερεμίας: Εμένα λένα Ιερεμία.
Δασκάλα: Εσένα πώς σε λένε εσένα;
Αγαμέμνονας: Ε-με-να με λέ-νε Αμαγμε-νό-νας.
Δασκάλα: Εσένα;
Κλαρίσα: Με λένε Κλαρίσα.
Δασκάλα: Εσείς οι τέσσερις που
κουτσομπολεύετε ποιοι είστε;
Ντάλτον: Είμαθτε ξαδέρθια, ο Τζακ, ο Βαρθολομαίος,
ο Σμίθυ και ο Αμαντέο (ο
βλάκας που μίλησε).
Πόλυ: (Άκουσε την συζήτηση και είπε) Δεν βλέπω κανέναν κουτσό να βολεύεται;
Δασκάλα: Εσύ με το καπέλο που μιλάς με τα
κορίτσια, ποιος είσαι;
Ρόκυ: Είμαι ο Ρόκυ.
Δασκάλα: Εσείς κορίτσια;
Οι κόρες του Δημάρχου: Εμείς είμαστε η Σούζυ και η Κική.
…NTPINNN… το κουδούνι χτύπησε για
διάλειμμα!
Ο Ρόκυ μιλάει με τον Αγαμέμνονα και οι Ντάλτον
κρυφακούνε.
Ρόκυ: Πώς λένε το πατέρα σου;
Αγαμέμνονας: Αλ-μπέρ-τ Λοντρ-εξ.
Ρόκυ: Ο πατέρας μου γνωρίζει τον πατέρα
σου.
Πόλυ: Κάτι μου είπε η μαμά μου για αυτόν.
Αμαντέο: (φωνάζει)
Ο Πίπο είναι, ο Πίπο!!
Τα ξαδέρφια του: Σκάσε Αμαντέο!!!
Ρόκυ: Εσείς ποιοι είστε;
Ντάλτον: Οι Ντάλτον, δεν ξέρεις τους πατεράδες μας;
Κική: Α! Τα παιδιά του Τζέσι Τζαίημς!!!
Σούζυ: Βρε ηλίθια! Τα παιδιά του Πατ Πόκερ είναι!!!!
Ιερεμίας: Αυτάς είναι των παιδιά τα Ντάλπος,
που οι πατέρες του κλέβουνεν.
Κλαρίσα: Συγχωρέστε τον! Θα τα μεταφράσω εγώ
τι είπε το τρυφερό πόδι. Αυτοί είναι…
Αμαντέο: Τι είναι το τρυφερό βόδι;
Τζακ Τζούνιορ: Το κεφάλι σου, μπουμπούνα!
Όλοι
οι Άλλοι: Σκάσε
Αμαντέο!!!!!!
Πόλυ: Με ζαλίσανε αυτά τα παιδιά, να έλεγα στη μητέρα μου να πήγαινε ο Κλαρ* στην θέση μου. * [Κλαρ: το μεσαίο παιδί της Ντόλυ]
Κλαρίσα: Αυτοί είναι οι Ντάλτον.
Πόλυ: Αλλά πάντα εγώ την πληρώνω, η μικρότερη.
…NTPINNN… το κουδούνι χτύπησε…
(Έχουνε Αριθμητική)
Δασκάλα: Αγαμέμνονα!! Έχουμε δύο πουλάκια, άμα
φύγει το ένα, πόσα μας μένουνε;
Αγαμέμνονας: Ε…Ε…ε…έν-α.
Δασκάλα: Μπράβο, Αγαμέμνονα!
Τώρα πες μου εσύ Σούζυ. (δείχνει
την Κική), πόσο χρονών είσαι;
Σούζυ: Έξι!
Δασκάλα: Δεν μίλησα σε σένα Κική.
Σούζυ: Δεν είμαι η Κική, κυρία, η Σούζυ είμαι.
Δασκάλα: Συγγνώμη, την άλλη φόρα να κρατάτε
ταμπέλες.
Αμαντέο: Τι είναι οι καμπύλες;
Πόλυ: ???????????
Ούτε τις καμήλες δεν ξέρει τι είναι, μεγάλα άλογα με
καμπούρες που ζουν στην Αφρική, πρέπει να είναι πάντα κρύες για να μην καούν. ???????????
Δασκάλα: Ταμπέλες είναι κάτι χαρτιά που
γράφουμε το όνομά μας.
Αμαντέο: Δηλαδή το όνομά μας μπορούμε να το γράψουμε στις τράπουλες;
(Ο Ρόκυ σηκώνει το χέρι του)
Δασκάλα: Ναι, Ρόκυ;
Ρόκυ: Κυρία να πω μια ιστορία που μιλάει
για τις ταμπέλες. <<Ο σκύλος που
είναι πιο ηλίθιος από τον ίσκιο του πατέρα του. Ο Σουλτάνος. Γραμμένο σε μια
ταμπέλα>>.
Αμαντέο: Χα, χα, χα, το σκυλί που με κυνηγάει όπου πάω.
Ιερεμίας: Είναι προσωπικό που εννοείτε από του
κληρονομιά του πατέρα τον, ο Ρανταπλάν ακλούθησε τους πατέρες σες.
Δασκάλα: Σταματήστε, παρακαλώ.
…NTPINNN… το κουδούνι χτύπησε για
διάλειμμα!
Όλοι
Μαζί: (χοροπηδούν και λένε) ΣΧΟΛΑΜΕ,
ΘΧΟΛΑΜΕ, ΛΑΜΕΣΧΟ!!!
Στο Σαλούν:
Λούκι Λουκ: Μπαντ, βάλε μια διπλή σόδα.
Ντάλτον: Μια βαριά σόδα (Τζόε), δύο απλές σόδες (Τζακ, Γουίλιαμ)
και για τον Άβερελ χωρίς ανθρακικό.
Μπαντ: Αυτοί θέλουν πάντα εξαιρετική
παραγγελία.
Δήμαρχος: Κερνάω όλη την πόλη, οι κόρες μου είναι στην ίδια τάξη με τον
γιό του Λούκι Λουκ!!
Τζόε: Είναι το παιδί μου και τα ανίψια μου στην ίδια τάξη με τον γιό του
ακατονόμαστου!
Άβερελ: Με τον γιο του Λούκι
Λουκ εννοείς, Τζόε;
Τζόε: (ορμάει στον Άβερελ) Πόσες φορές σου έχω πει να μην αναφέρεις το όνομά του
μπροστά μου, παλιό-μπουμπούνα!!
Τζακ: Μην εξάπτεσαι Τζόε!
Γουίλιαμ: Μην εξάπτεσαι Τζόε!
Άβερελ: Ναι Τζόε, μην εξάπτεσαι Τζόε! Αυτό είναι καλό, θα μάθουν να βαράνε
καλά!!
Τζακ: Σκάσε, Άβερελ!
Γουίλιαμ: Σκάσε, Άβερελ!
Άβερελ: Καλά σκάω, παιδιά!!! Με έχετε πρήξει!
Λούκι Λουκ: Πώς και δεν έκανε φασαρία ο Τζόε,
Μπαντ; Μα που είναι τώρα, δεν τον βλέπω;
Μπαντ: Φοράει ωτοασπίδες αλλά επειδή όταν
τα έβγαλε άκουσε τον Άβερελ να λέει μπούρδες πήγε στην τουαλέτα και τα
κατάστρεψε όλα.
(Να και κάτι ασυνήθιστο! Ο Ρόκυ
μπαίνει στο Σαλούν)
Ρόκυ: Μπαμπά, πέρασα καλά πρώτη μέρα στο
σχολείο. Αλλά έχουμε και κάποιους ηλίθιους στην τάξη. Ο πιο ηλίθιος είναι ο
Αμαντέο, ο νευρικός της τάξης είναι ο Τζακ και το τρυφερό πόδι, ο Ιερεμίας.
Άβερελ: Πώς τολμάς να πιάνεις στο στόμα σου τους απογόνους των Ντάλτον!!?!!
Τζακ: Μπράβο, Άβερελ!
Γουίλιαμ: Καλά του τα είπες!
(Μπαίνει ο Τζόε στο Σαλούν)
Τζόε: Τι είπε ο Άβερελ;
Τζακ: Μάλωσε το παιδί του Λ… του
ακατονόμαστου επειδή κορόιδευε τα παιδιά μας.
Τζόε: Μπράβο Άβερελ, μίλησες μια φορά σωστά!
Λούκι Λουκ: Ρε παιδιά, συνέλθετε επιτέλους λίγο,
μικρά παιδάκια είναι, όπως βλέπω έρχονται και τα δικά σας.
Στο Σπίτι:
Σάρα: Αγάπη μου,
Ρόκυ, ώρα για φαγητό.
Λούκι Λουκ: Τι έχουμε για φαγητό, αγάπη μου;
Σάρα: Φασολάκια με
πατάτες, που σου αρέσουν γλυκέ μου.
Ρόκυ: Μμμ!! Το αγαπημένο μου!
Να και κάπου αλλού τρώνε φαγητό:
Ντόλυ: Παιδιά, ώρα για φαί!
Πόλυ: Μαμά, που είναι ο μπαμπάς;
Κλαρ: Ναι μαμά, που είναι;
Ντόλυ: Δεν έχει τελειώσει την δουλειά του,
έτσι κι αλλιώς δεν είναι εύκολο να δουλεύει κάποιος με τον Σερίφη.
Πάρης: Μαμά, φτάνει το φαγητό για όλους;
Πεινάω πολύ!
Λίλα: Φυσικά θα μας φτάσει, ηλίθιε!!
Ντόλυ: Που είναι η Λίνα;
Πόλυ: Δεν ξέρω!
Κλαρ/Πάρης: Δεν ξέρουμε!!!
Λίλα: Είναι στην οικογένεια του Ρανταπλάν,
παίζει με τον Σουλτάνο και την Τάρα.
Φρανκ, ο μπαμπάς: Ντόλυ, εσύ φταις που η
Λίνα είναι τόσο κακομαθημένη, πάλι έκανε φασαρία με τα παιδιά του αδέσποτου
περιπλανώμενου σκύλου του Ρανταπλάν και τρέχαμε μεσημεριάτικα με τον Σερίφη να βάλουμε μια τάξη! Ά, ξέχασα
να σας πω, έφερα ψωμί για όλους μας.
Ντόλυ: Φρανκ, δεν φταίω μόνο εγώ, για φώναξε
την Λίνα!
Φρανκ, ο μπαμπάς: Φαγητό!
(Τρέχει η οικογένεια Ρανταπλάν)
Ρανταπλάν:
Είπε κανείς φαγητό;
Λούλα: Ναι, από’ δω ακούστηκε!
Σουλτάνος/Τάρα:
Ναι, ναι φαί!!!
Λίνα: Μαμά…
Ντόλυ: Λίνα, θα τα πούμε μετά εμείς οι δύο,
ελάτε μέσα να φάμε όλοι μαζί!!
Στην άλλη άκρη της
πόλης:
Τζόε: Τζακ αγόρι μου, θα σε μάθω να πυροβολείς.
Τζακ: Βαρθολομαίε παιδί μου, θα σε μάθω να καβαλικεύεις το άλογο.
Γουίλιαμ: Σμίθυ μονάκριβε μου γιε, θα σε μάθω να κλέβεις τράπεζες.
Άβερελ: Αμαντέο γιε μου, θα σε μάθω να μπαίνεις σε σπίτια να κλέβεις
τροφή.
Τζόε: Σκάσε, Άβερελ!
Τζακ: Άσε τις μαλακίες, Άβερελ!
Γουίλιαμ: Σκάσε, Άβερελ!
Άβερελ: Αφού πεινάω! Εντάξει, θα σε μάθω να γίνεις κακός, μέσα σου κυλάει το
αίμα των Ντάλτον.
Καταλάβατε, παιδιά;
Έτσι μάθαιναν οι αδερφοί Ντάλτον τα παιδιά τους να γίνουν επαγγελματίες Ντεσπεράντο. Η
γιαγιά τους έλεγε πάντα να μισούν την οικογένεια του Λούκι Λουκ. Τους είχε πει κι ένα ρητό: <<Άμα βλέπεις τον εχθρό, θα είναι πάντα ο Λούκι Λουκ!!! Μαμά Ντάλτον (1789-1866) >> το
ίδιο ρητό είχε πει και στα παιδιά της. Δηλαδή, τους πατεράδες Ντάλτον. Οι Ντάλτον
έχουν μια πολύ φημισμένη οικογένεια, θα θυμάστε την Μαμά Ντάλτον, που αναφέραμε πριν και
τους ξάδερφους Ντάλτον
με τα ίδια ονόματα των αδερφών Ντάλτον.
(Ο Λούκι Λουκ, πρώην φτωχός και μόνος καουμπόι και τώρα σωστός
οικογενειάρχης, μαζί με τον Ρόκυ
πηγαίνουν σε μαγαζιά για να αγοράσουν ρούχα για τον Ρόκυ, εκείνη την
στιγμή, καλούν τον Λούκι Λουκ για
μια αποστολή, ο Ρόκυ παίρνει τα βιβλία του με το θείο του γιατί η μητέρα του
ήταν στην δουλειά. Ο Ρόκυ είναι πολύ λυπημένος.)
Ρόκυ: Ένα άσπρο καπέλο, ένα μαντίλι
κόκκινο, ένα γιλέκο μαύρο, ένα πουκάμισο κίτρινο, ένα παντελόνι τζιν μπλε,
μπότες καφέ και ένα αεροβόλο. Ίδιος ο πατέρας μου!!
Λούκι Λουκ: Τι το θες το αεροβόλο, μικρέ;
Πόλυ: Μαμά, εμείς γιατί δεν κρατάμε όπλο;
Ντόλυ: Έχουμε τα πέταλα μας, καλή μου Πόλυ.
Ρόκυ: Και οι Ντάλτον έχουν, να φανταστείς
και ο πατέρας του Ιερεμία του πήρε ένα.
Λούκι Λουκ: Αχ αυτός ο Τζερόνιμο!! Καλά θα σου
πάρω κι εγώ, αλλά πόσα λεφτά κάνουν όλα αυτά;
Ρόκυ: 3 Δολάρια χωρίς την ζώνη, γιατί ζώνη
έχω, δώρο του θείου!
(Στην
υπάλληλο)
Λούκι Λουκ: Πόσα κοστίζουν, δεσποινίς;
Υπάλληλος: 2,99 δολάρια.
Λούκι Λουκ: Πάρε
5 δολάρια και κράτα τα ρέστα.
Ρόκυ: Γιατί εμένα όταν μου δίνεις λεφτά,
μου λες να σου γυρίσω τα ρέστα;
Λούκι Λουκ: Καλά, δεν το ξανακάνω. Τι, λι, λι, λα, λο, τα, το, τα,
τα, λι, λα, τι, λι, λι, λα, λο, τα, το, τα, τα, λι, λα,
Ρόκυ: Μπαμπά, χτυπάει το κινητό σου.
(Ο Λούκι Λουκ δίνει τα πράγματα στον
Ρόκυ και του λέει να πάει σπίτι, αυτός βγαίνει έξω και μιλάει στο κινητό, φεύγει
στη δουλειά.)
Ρόκυ: Θείε Μόρις* θα έρθεις να πάρω τα βιβλία μου.
*[ο αδερφός της γυναίκας του Λούκι Λουκ]
Στο Βιβλιοπωλείο:
«Παλιά πινακίδα»
Μόρις: Μου δίνετε σας παρακαλώ τα βιβλία της
πρώτης δημοτικού.
Υπάλληλος: Για εσάς είναι;
Μόρις: Ρόκυ, πάμε να φύγουμε γιατί ο
υπάλληλος του βιβλιοπωλείου είναι φλώρος!
Στο άλλο Βιβλιοπωλείο:
Μόρις: Μου δίνετε σας παρακαλώ τα βιβλία της
πρώτης δημοτικού.
Υπάλληλος: Ορίστε παρακαλώ.
Ρόκυ: Πόσο κάνουν;
Υπάλληλος: 1,5 δολάριο παρακαλώ.
Μόρις: Πάρε 2 δολάρια και φέρε μου τα
ρέστα.
Υπάλληλος: Ορίστε παρακαλώ.
Ρόκυ: Τι καλός άνθρωπος.
Υπάλληλος: Κύριε, να μας ξανάρθετε του χρόνου
που θα πηγαίνετε δευτέρα.
Στο δρόμο:
Μόρις: Τι πουστόφλωρος και τι χαζός, έτσι
δεν είναι Ρόκυ;
Ρόκυ: Όχι λάθος κάνεις, μαλάκας είναι.
Μόρις: Πάμε για παγωτό;
Ρόκυ: Μα είναι χειμώνας.
Μόρις: Δεν πειράζει.
Ρόκυ: ΟΚ!
Μόρις: Αχ, ωραίο το παγωτό.
Ρόκυ: Θείε, θα μου πάρεις ένα περιοδικό;
Μόρις: Όποιο θέλεις!
Ρόκυ: Θέλω το Μίκυ Μάους!
Μόρις: Εντάξει, ποιο τεύχος;
Ρόκυ: Το 3950 φυσικά.
Μόρις: Μα είναι
παλιό, δεν θα το έχει.
Ρόκυ: Τότε το σημερινό, ποιο είναι το σημερινό;
Μόρις: Το 4547.
(Πήγανε και πήρανε το 2803 τεύχος του
Μίκυ Μάους.)
Την
νύχτα…
Λούκι Λουκ: Πριν σε καληνυχτίσω πρέπει να σου πω
πως ότι καλό κάνεις να μην παίρνεις λεφτά και να τραγουδάς το τραγούδι: «Είμαι ένας φτωχός και μόνος Καουμπόι»
Μαζί:
«Είμαστε δύο φτωχοί και μόνοι Καουμπόηδες»
Ρόκυ: Ρε πατέρα, εσύ είσαι γέρος. Άρα είσαι
Καουόλντ!!
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου