Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Μια ιστορία για όσους έχουν καρδιά

του Λεονάρντ Θίμο.

Αφιερωμένο σε όσους αγαπάμε…

-Αγαπημένη μου Θέκλα, στην Γη όλοι θα ακούσουν την κραυγή σου, όλοι θα νιώσουν τον θυμό σου, όλοι θα ακούσουν τους χτύπους της καρδιάς σου αλλά αν νομίζεις πως θα ενδιαφερθεί κανείς τους είσαι πολύ γελασμένη… ξύπνα ή ξανασκέψου το! Χα, χα, χα! γελάει. Συγγνώμη Λίτσα, μην δίνεις σημασία σε αυτά τα κρύα αστεία του Λουκά. Κατά βάθος είναι πολύ λογικός και ώριμος άντρας και έτοιμος να γίνει πατέρας ενός παιδιού, έεε Λουκά μου; Ναι, Λιτσάκι, μην με βλέπεις έτσι, έχει δίκιο το Θεκλάκι μου! Κάνω και γαμώ τις παρέες! Λουκά!! Φωνάζει. Η Λίτσα τους κοιτούσε και καταπίνει, σκουπίζει τον ιδρώτα της με ένα κίτρινο μαντήλι που έβγαλε από την τσάντα της και λέει: Θα μπορούσα να είχα ένα ποτήρι νερό, σας παρακαλώ; Ο Λουκάς φωνάζει στην Θέκλα: Γυναίκα, ΝΕΡΟ!! Η Θέκλα πηγαίνει στην κουζίνα και ο Λουκάς συνεχίζει να λέει: Λοιπόν, κυρά αποτέτοια μας, εμείς το θέλουμε το παιδί, όχι εγώ φυσικά, αλλά το Θεκλάκι μου, επειδή λέει ότι δεν μπόρεσε να γκαστρωθεί γιατί έχει πρόβλημα στα τέτοια της… η Λίτσα τον διακόπτει: Λουκά, πώς μιλάς έτσι; Και αυτός συνεχίζει …με τα τέτοια της… τα ωάρια, το θυμήθηκα! Ά και κυρά μου, είναι εγκλωβισμένη κάτω από την γη με τον χειρότερο δολοφόνο της, τον φόβο και τον τρόμο να ζει ή να πεθαίνει… έρχεται …και όπως σας έλεγα, μπορείς να βρει τον έρωτα αν χάσεις την επαφή; Όχι, βέβαια! Πόσο μακριά θα έφτανες για τον πρώτο σου έρωτα; Για να φτάσεις στην αλήθεια πρέπει να μάθεις ποιος την κρύβει, Λιτσάκι! Τα λέτε, τα λέτε; Το νερό σου, Λίτσα μου! Πιες, πιες δεν δαγκώνει! Η Λίτσα είχε χάσει το χρώμα της, πίνει το νερό με τη μια μονορούφι και λέει: Σας ευχαριστώ, πρέπει να πάω και σε άλλες οικογένειες… Και με μας τι θα γίνει; Θα μας τηλεφωνήσετε; Θα δούμε, θα δούμε! Και φεύγει γρήγορα, γρήγορα… ο Λουκάς χασκογελάει και η Θέκλα την αποχαιρετάει: Χάρηκα πολύ, περιμένω με ανυπομονησία την επιστολή σας. Αντίο! Μην ανησυχείς, Θεκλάκι μου! Ξετρελάθηκε μαζί μας, θα μας το δώσουν το κουτσούβελο! Πάω στο καφενείο τώρα… παίζει η Πανάθα! Πανάθεμα σε, Λουκά! Τι της είπες της γυναίκας κι έφυγε έτσι, με την συμπεριφορά σου δεν θα αποκτήσουμε ποτέ παιδί! Δεν φταίω εγώ που τ’ αυγά σου είναι ομελέτα! Χα, χα, χα! Γελάει ειρωνικά και φεύγει. Η Θέκλα βάζει τα κλάματα…

-Χαράλαμπε, βάλε μου ένα ποτό, δεν αισθάνομαι καλά! Λιτσάκι μου, πήγες στους υποψήφιους γονείς, πώς σου φάνηκαν; Δεν θέλω να το συζητήσω, πάω να κάτσω σε ένα τραπέζι, βάλε μου τσίπουρο! Όλοι οι άντρες βλέπουν την Λίτσα μέσα στο καφενείο… στο ίδιο καφενείο μπαίνει και ο Λουκάς αλλά δεν βλέπει την Λίτσα, χασκογελάει και φωνάζει στον καφετζή: Μπαμπίκο, ήρθε μια τέτοια σήμερα στο σπίτι, μια τσαπερδόνα από το ίδρυμα, καλά την κούφανα, της έλεγα κάτι ασυναρτησίες, μέχρι και το χρώμα της έχασε, χα, χα, χα… πολύ γέλιο! Κάνε μου έναν ελληνικό καφέ, ξέρεις εσύ… κερνάω και όλο το μαγαζί!! Χα, χα, χα!! Γυρίζει η Λίτσα από τα γέλια που άκουσε και όλα τα άλλα που είπε και του λέει: Μπράβο Λουκά, την αγαπάς πολύ την Θέκλα ακούω! Την κοιτάει και μένει, γουρλώνει τα μάτια του και λέει στον Μπάμπη: Μπάμπη, η τσαπερδόνα που σου έλεγα! Χα, χα, χα! Και ξαναγελάει. Λουκά, αυτή είναι η αδερφή μου, η κοινωνικός λειτουργός. Τι λες, ρε αγράμματε καφετζή; Την αδερφή σου την λένε Ελευθερία και είναι στην Γερμανία. Γύρισε, Λουκά, γύρισε! Γύρισε; Απορεί, την κοιτάει και λέει: Βρε, πώς μεγάλωσε η Ελευθερία, άσε το καφέ Μπάμπη… πειράχτηκε η ψωροπερηφάνια μου και η ψυχοσύνθεση των γεγονότων, φεύγω. Η Λίτσα κοιτάει τον Μπάμπη και τον ρωτάει: Τι είπε ο Λουκάς, Χαράλαμπε; Δεν κατάλαβα, καφετζής είμαι όχι γραμματικός, πάντως στεναχωρήθηκε ο σμήναρχος! Να φανταστείς ούτε τον αγώνα δεν έκατσε να δει… Τελικά, δεν είναι τόσο σκληρός όσο δείχνει… έχει καρδιά ο στρατιωτικός! Πάω να τον προλάβω Χαράλαμπε… Μπαμπίκο… χμμ… χμμ… γελάει με κλειστό το στόμα.

-Κύριε Αρχοντάκη, περιμένετε… κύριε Αρχοντάκη… Λουκά, ΛΟΥΚΑ!! ΡΕ, ΛΟΥΚΑ!! Φωνάζει. Γυρνά και λέει: Τι είναι τώρα; Πάει κοντά του και του λέει: Κύριε Λουκά, θέλω να σας ζητήσω συγγνώμη. Δεν είσαι τόσο στριμμένος και σκληρός όσο φαίνεστε, είσαι ένα άκακο τέρας! Ο Λουκάς γουρλώνει τα μάτια του και λέει: Καλά 20 χρόνια πετάω στους ουρανούς, πρώτη φορά βλέπω ούφο στην γη… τι εννοούσες, με απλά λόγια πες’ τα; Γελάει και λέει: Έχετε καλή καρδιά, κύριε Λουκά! Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της και τον φιλάει στο μάγουλο και συμπληρώνει: Πολύ μεγάλη καρδιά! Θα σας το δώσω το παιδί! Ο Λουκάς ξαφνιάζεται και λέει: Έχω και κάτι άλλο μεγάλο αλλά το παιδί δεν το θέλουμε… αν είναι θα το κάνουμε μαζί… τον διακόπτει, τον χτυπάει στους κοιλιακούς του και λέει: Εσείς δεν αλλάζετε με τίποτα! Φεύγει κλαίγοντας!! Λίγο πιο κάτω κοντά στο σπίτι του Λουκά και της Θέκλας, ένας πιτσιρικάς πλένει τ’ αυτοκίνητα στο φανάρι, ξανθός, γαλανομάτης, βρώμικος, γύρω στα 5, πάει κοντά στον Λουκά και τον ρωτάει: Θυγγνώμη, φίλε, τι ώρα έχειθ; Τρεις και τέταρτο, μικρέ! Γιατί δεν πας σπίτι σου να μην πάθει καμία ηλίαση μεσημεριάτικα; Ευχαριθτώ για την ώρα, δεν μπορώ να πάω θτο θπίτι μου εκτόθ το γράδυ, ο κύριοθ Θτέλιοθ θέλει να του γγάζω λεφτά . Τον Ηλία δεν το κθέρω! Αντίο! Ο Λουκάς γελάει και τον ρωτάει: Περίμενε, μικρέ! Πεινάς; Θαν λύκοθ! Έλα μαζί μου, μένω εδώ στο στενό, και η Θέκλα μου έχει φτιάξει γιουβαρλάκια. Σου αρέσουν τα γιουβαρλάκια; Τον κοιτάει και λέει: Πθομί δεν έχειθ; Ο Λουκάς ξαναγελάει, τον παίρνει στην αγκαλιά του, πιάνει το κουβά και το σφουγγάρι και φεύγουν… Είθαι γίγανταθ, φίλε! Πάλι γελάει ο Λουκάς. Μπορείς να με φωνάζεις Λουκά, εσένα πώς σε λένε, μικρέ; Δεν κθέρω! Ο κύριοθ Θτέλιοθ με φωνάθει μπόμπιρα, όταν με άφηθε η μαμά μου θτον κύριο Θτέλιο, μπήκε θε ένα δωμάτιο κοιμήθηκε και δεν κθύπνηθε κθανά! Λυπάμαι πολύ! Εδώ είμαστε, μπόμπιρα! Θέκλα, φαί! Τώρα! Ναι, Θέκλα, πολύ φαί! Τώρα! Ευτυχώθ τα ονόματα θαθ δεν έχουν μέθα θι και νύγμα… θα ήταν γαρετά και δύθκολα… έρχεται η Θέκλα και βλέπει τον μικρό. Ποιος είναι αυτός, Λουκά; Τον απήγαγες; Τι λες, ρε αγράμματη γυναίκα; Αυτός είναι ο μπόμπιρας και πεινάει! Γεια θου, είθαι πολύ όμορφη, μοιάθειθ με την μαμά και πεινάω! Θέκλα, γρήγορα! Ετοίμασε το τραπέζι! Ναι, ετοίμαθε το τραπέθι! Μου αρέσεις πολύ, μικρέ! Τι ομάδα είσαι, αν επιτρέπεται; Παναθηναικόθ! Δικέ μου, είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, που ήσουνα τόσο καιρό; Θτη γωνία αλλά πεινάω! Όποιος φτάσει πρώτος στη κουζίνα, θα φάει το μεγάλο κομμάτι του κέικ μετά το φαγητό! Ο μπόμπιρας γλιστράει κάτω από τα γιγάντια πόδια του Λουκά και μπαίνει στην κουζίνα φωνάζοντας: ΝΙΚΗΘΑ!! Ο Λουκάς και η Θέκλα γελάνε. Τρώνε, τον κάνουν μπάνιο και παίζουν μαζί του… Μπόμπιρα, ΜΠΟΜΠΙΡΑ!! Φωνάζει. Ωχ, με φωνάθει ο κύριοθ Θτέλιοθ, πώθ πέραθε τόθο γρήγορα η μέρα, δεν θέλω να φύγω, μου αρέθετε πολύ, αν θέλετε να μείνω μαθί θαθ, θαθ παρακαλώ… αυτόθ θα με δείρει… θαθ παρακαλώ; Λουκά, τι λες να τον κρατήσουμε; Και βέβαια, ναι! Πάω να μιλήσω στον κύριο Στέλιο.

-Μπόμπιρα, ΜΠΟΜΠΙΡΑ, που χάθηκε αυτός ο μικρός; Συγγνώμη, είσαι ο κύριος Στέλιος; Ναι, εδώ έχω τα χαρτιά μου, κύριε πόλισμαν, εδώ και τα χαρτιά του μικρού, είναι καλά ο μονάκριβος μου γιος; Στέλιος Παπαλιός, εισαγωγές-εξαγωγές και ένα πιστοποιητικό γεννήσεως του μικρού της Παναγιώτας Λύδιου. Εσύ είσαι ο πατέρας του; Όχι ακριβώς, κύριε πόλισμαν… είμαι όμως ο κηδεμόνας του, οι γονείς του δεν ζουν. Είναι καλά; Μπορώ να τον πάρω; Τσου!! Όχι, το παιδί θα μείνει μαζί μου. Τι θες να σου δώσω για να το κρατήσω; Τρία χιλιάρικα ευρώ; Όχι, δεν το πουλάω το παιδί! Τέσσερα; Όχι, όχι! Πέντε; Με τέσσερις πεντακόσια είναι δικός σου, θες; Τα πέντε είναι πιο πολλά! Ναι, ναι, ναι… έκλεισε!! Έρχεται η Λίτσα με έναν αστυνομικό και λέει: Αυτός είναι, Μάκη μου! Ο αστυνόμος χτυπάει τα χέρια του, κουνάει το κεφάλι του δεξιά-αριστερά και λέει στον Λουκά: Εσύ την έπεσες στην αρραβωνιαστικιά μου; Αρραβωνιάρα σου είναι, ρε Ασημάκη; Εγώ την Ελευθερία την ξέρω από τόσο δα, από πέντε χρονών… βγαίνει έξω η Θέκλα με τον μπόμπιρα να κοιμάται στην αγκαλιά της… Ποιος είναι ο μικρός, Θέκλα; Ρωτάει η Λίτσα. Εγώ να φεύγω… δεν θέλω τίποτα, κύριε πόλισμαν! Ούτε λεφτά, ούτε το παιδί! Τα αγαπάω σαν γιό μου, αλλά χρειάζεται την αγκαλιά και την αγάπη μιας οικογένειας… εγώ είμαι ο παππούς του, η Παναγιώτα ήταν η κόρη μου, αλλά της είχαν πει πως είχα πεθάνει στο Βιετνάμ, ήμουν πιλότος. Δεν θέλω ο μικρός να μεγαλώσει όπως η ορφανή μάνα του. Κρατήστε τον! Ο Λουκάς λέει: Θέκλα, βάλε τον μικρό στο κρεβάτι, όλοι οι υπόλοιποι στο σαλόνι… Ασημάκη, Ελευθερία, εγώ θα σας παντρέψω, ο Χαράλαμπος θα γίνει νονός του μικρού Θρασύβουλου… ο μπόμπιρας ανοίγει τα μάτια του και λέει: Δεν μου αρέθει το Θραθύγουλου, το Γαθίληθ μου αρέθει πολύ!! …Θρασύβουλο λέγανε τον πατέρα μου, μπόμπιρα! Κι αν θέλεις να με λες μπαμπά θα πρέπει να σε φωνάζω έτσι, τι λες; Εθύ και η Θέκλα να γίνεται μαμά μου και μπαμπάθ μου, γουθτάρω πολύ! Αλλά θα με φωνάθετε Θράθο, εντάκθει; Εντάξει, Θράσο αγόρι μου! Και θα αγοράσουμε μεγαλύτερο σπίτι για να ζήσει μαζί μας και ο παππούς Στέλιος. Λιτσάκι, τελικά είμαι ένα άκακο τέρας, Η Θέκλα τον φιλάει, κλαίει και λέει: Σ’ αγαπώ πολύ, Λουκά! Κι εγώ, μπαμπά! Ο Λουκάς βάζει τα κλάματα, έρχεται ο Χαράλαμπος και τους βλέπει όλους να κλαίνε και ρωτάει: Λουκά, ποιος πέθανε; Κανένας Μπάμπη ή μάλλον κουμπάρε, κλαίμε από ευτυχία! Χαράλαμπε, ακόμα και ο πιο σκληρός άνθρωπος στον κόσμο μαλακώνει στην ιδέα ενός παιδιού… Όχι κι έτσι, Λιτσάκι! Όχι και μαλακός ο Λουκάς, όχι και μαλακός! Σκληρό καρύδι είμαι! Πθιτ μπαμπά, έλα να παίκθουμε αλογάκι, κι εθύ θείε Αθημάκι… ο μπόμπιρας ανεβαίνει στην πλάτη του Λουκά και ο Μάκης κάνει τον κακό καουμπόι… οι άλλοι γελάνε… Είδες που μερικές φορές βρίσκεται δίπλα σου, αλλά δεν το γνωρίζεις! Ποια, κύριε Στέλιο; Η ευτυχία, κορίτσι μου, η ευτυχία! Όλοι γελάνε και χαρούμενοι οικογένεια πια συνεχίζουν την ζωή τους…

ΤΕΛΟΣ

2 σχόλια:

Eva Papadaki είπε...

το έγραψες τελικά...μπράβο αγάπη μου

mpampis είπε...

vasika den me arese toso...alla sygkini8ika!!!