του ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΘΙΜΟ.
Βλέπω τους ανθρώπους να γεννιούνται,να μεγαλώνουν,να γερνούν και να πεθαίνουν. Ρωτάω τι είμαστε,αλλά καμία απάντηση,συνεχίζω να βλέπω,οι άνθρωποι πεθαίνουν σε πολέμους,σε τροχαία,από τα ναρκωτικά. Οι φτωχοί πεθαίνουν από την πείνα,ρωτάω τον φίλο μου:Τι να κάνω εγώ σ' αυτήν την κόλαση,άραγε;Ο φίλος μου λέει:Απλούστατα τίποτα!Θα ακολουθήσεις τον τελευταίο δρόμο!Μα ποιος είναι ο τελευταίος δρόμος,κανείς δεν ξέρει!Αρχίζω να περπατώ,πίσω όλα χάνονται,μπροστά οι δρόμοι ατέλειωτοι. Που πηγαίνω;δεν ξέρω,ποιος είμαι;δεν ξέρω,τι κάνω;δεν ξέρω!Η πιο απλή απάντηση"ΔΕΝ ΞΕΡΩ!"Περπατάω κι άλλο και τελικά φτάνω στο τέλος του δρόμου. Αρχίζω να πέφτω στο γκρεμό,γυρισμός δεν υπάρχει,ακούω μια φωνή:Όχι!Ήταν η φωνή του φίλου μου,αλλά ήταν πολύ αργά...θα χανόμουν για πάντα...Μάλλον πρέπει να ήταν ο τελευταίος δρόμος...Η καθηγήτρια φωνάζει το όνομά μου:Για πες μου Λεονάρντο,τι διάβαζα;Εγώ κόλλησα,απλώς κόλλησα,οι συμμαθητές μου προσπαθούσαν να με βοηθήσουν και τελικά είπα:Ησυχία,ξέρω τι διαβάσατε!Μας είπατε για τον τελευταίο δρόμο!Η καθηγήτρια μου λέει:Πήγαινε στον λυκειάρχη,αγόρι μου!Για να συνέρθεις!Συνεχίζουμε εμείς...Εγώ σηκώνομαι από το θρανίο,αλλά πριν φτάσω καλά,καλά,στην πόρτα,πέφτω κάτω. Τα μάτια μου έκλεισαν και άκουσα την καθηγήτρια να φωνάζει μετά δεν θυμάμαι τι έγινε...Όταν ξύπνησα βρισκόμουν στο βάθος του γκρεμού,άρχισα να φωνάζω:Βοήθεια,βοήθεια!...άκουσα μόνο τον αντίλαλο μου. Δεν θα σε βοηθήσει κανείς,μικρέ!ακούστηκε μια χοντρή φωνή. Ήταν ένας γέρος παπαγάλος. Άσε με ήσυχο,τρελοπούλι!είπα εγώ. Τρελοπούλι είσαι κι φαίνεσαι!μου είπε ο παπαγάλος. Νευρίασα και άνοιξα τα χέρια μου να τον χτυπήσω. Τελικά,άρχισα να πετώ,αντίκρισα το σώμα μου μέσα στο νερό...ήμουν ένα μικρό αηδόνι. Καλά,δεν ήξερα που βρισκόμουν,μάλλον δεν με είδα καλά. Τελικά,ποιος είμαι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου