
Συνεχίζω να γράφω και τότε αναρωτιέμαι:Μήπως έγραψα πολλά...μήπως βαρεθήκατε τις ιστορίες μου...μήπως...μήπως;Εντάξει...είναι το τελευταίο που γράφω σ'αυτό το βιβλίο...κρίμα!Ας αρχίσω...
Έβλεπα που λέτε έναν νεαρό,θλιμμένο,στεναχωρημένο,μελαγχολικό,μέσα από τον καθρέφτη που μου χάρισε η θεία Ιωάννα από την Κύπρο.Ήταν όμορφο και γυαλιστερό...φώναξα τον φίλο μου τον Τάσο να το δει...Κοιτούσαμε τον καθρέφτη πολύ ώρα,τότε κάτι περίεργο ακούστηκε...ΦΣΙΝΤ...ΦΣΙΝΤ!!Αρχίσαμε να φωνάζουμε σαν μικρά παιδιά...ΚΟΦΤΕ ΤΟ,ΠΑΙΔΙΑ...ΔΕΝ ΘΑ ΣΑΣ ΠΕΙΡΑΞΩ...είπε μια κοπέλα.Ποιά είσαι εσύ;ρωτήσαμε εμείς.Είμαι η Ντέμπορα,το φάντασμα του σπιτιού.Αρχίσαμε να γελάμε και έπειτα λέω:Τάσο.άδικα φωνάζαμε η Ντέμπορα ήταν...φάντασμα;αναρωτήθηκα...Βοήθεια!!Ήσυχα,παιδιά...θα ξυπνήσετε τον γέρο Σούντο...είπε το φάντασμα.Ποιόν;ρωτήσαμε εμείς και η Ντέμπορα μας απαντάει:Τον παππού μου!Είναι επικύνδινο και παράξενο φάντασμα...αλλά από μένα δεν κινδυνεύετε,παιδιά.Λεονάρντο,είσαι πολύ καλός στο γράψιμο...έχω διαβάσει μερικά...Τι,πως ξέρεις ποιός είμαι;ρώτησα εγώ.Είσαι ο αγαπημένος μου συγκάτοικος...πρίν μετακομίσεις σ'αυτό το σπίτι ζούσα εγώ και εξακουλουθώ να ζω...δηλαδή...που λέει ο λόγος...εάν ήμουν ζωντανή θα χαρόμουν να ήμουν η κοπέλα σου...είσαι πολύ έξυπνος...είπε η Ντέμπορα,εγώ ψωνίστηκα:Ευχαριστώ,Ντέμπορα!Λέο;φωνάζει απορημένος ο Τάσος.Τι;ρωτάω εγώ.Η Ντέμπορα αρχίζει να γελάει...το ίδιο και ο Τάσος...έπειτα γελάω κι εγώ...ΤΑΚ!ΤΑΚ....χτύπησε η πόρτα του δωματίου μου...Ποιός είναι;ρώτησα εγώ.Έχεις επισκέψεις,Λεονάρντο.είπε η μητέρα μου και μπήκε μέσα η Ελισάβετ,το κορίτσι μου μαζί με την Λίνα,το κορίτσι του Τάσου...Γειά σας,αγόρια!Τι κάνετε;λένε με μία φωνή.Ά,γειά σας...μιλάμε με ένα φάντασμα και γελάμε,κορίτσια...λέει ο Τάσος...οι κοπέλες τον κοιτάζουν και αρχίζουν να γελούν...Χα,χα,ωραίο ανέκδοτο,Τάσο!λέει η Λίνα.Σοβαρά μιλάω!λέει ο Τάσος.Μπράβο,ρε Τάσο μας έκανες να γελάσουμε...είπα εγώ και του ψιθύρισα:Τσιμουδιά για την Ντέμπορα...Τάσο...Η Ελισάβετ με άκουσε και ρωτάει:Ποιά είναι η Ντέμπορα,παιδιά;Εγώ είμαι...μπορείς να με φωνάζεις...Ντέμπυ...είπε η Ντέμπυ και μπήκε στο δωμάτιο μέσα από τον τοίχο...Φάντασμα...βοήθεια!!!φώναξαν τα κορίτσια και κρύφτηκαν μέσα στην ντουλάπα...Αν ήμουν στην θέση σας δεν θα είχα μπει στην ντουλάπα,κορίτσια...έχει φαντάσματα...είπε η Ντέμπυ.Τα κορίτσια βγήκαν από την ντουλάπα και άρχισαν να φωνάζουν...η Ντέμπυ της κοιτούσε και γελούσε...το ίδιο και εμείς...τα κορίτσια νευρίασαν,πήγαν στην πόρτα την άνοιξαν και έφυγαν τρέχοντας...Στο καλό,στο καλό να πάτε...είπε η Ντέμπορα και γελούσε...Τότε ακούστηκε η πόρτα...κάποιος ανέβαινε πάνω...τρόμαξα και ρώτησα τους άλλους:Ποιοι να είναι;Θα πάω να δω.είπε η Ντέμπυ.Μα πριν προλάβει να δει μπήκαν στο δωμάτιο μου οι γονείς μου και οι γονείς των κοριτσιών...ήταν και τα κορίτσια μαζί τους...άρχισαν να φωνάζουν και να μας κατσαδιάζουν...τότε ακούστηκε μια φωνή:Ποιός...ποιός ξυπνάει το μεγάλο ΦΑΝΤΑΣΜΑ;
Σταμάτησαν για ένα λεπτό και άρχισαν να φωνάζουν πάλι...ΗΣΥΧΙΑ!!!είπε το φάντασμα...Παππού;είπε η Ντέμπυ.Βοήθεια!!φώναξαν οι άλλοι και τότε ήρθαν οι γονείς του Τάσου που είναι κυνηγοί φαντασμάτων...Μην φοβάστε,αναλαμβάνουμε εμείς τώρα!είπε ο πατέρας του Τάσου.Όχι!!φώναξα εγώ....Βγείτε όλοι έξω από το δωμάτιο μου...τώρα...ξανά φώναξα.Όλοι οι γονείς κοιτούσαν περίεργα τότε λέει ο πατέρας μου:Λεονάρντο,τι συμβαίνει εδώ πέρα;Θέλω να μου τα εξηγήσεις όλα;Άρχισα να λέω στον πατέρα μου τι είχε συμβεί...όταν τελείωσα άρχισαν να γελάνε...όλοι τους,ακόμα και ο Τάσος...ΗΣΥΧΙΑ!!!είπε το φάντασμα.ΒΓΕΙΤΕ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ...ΣΑΣ ΔΙΑΤΑΖΩ!!!ΤΩΡΑ!!!Όλοι αρχίσαμε να φωνάζουμε και να τρέχουμε σαν τρελοί...τότε δύο πράσινα μάτια έλαψαν στο παράθυρο του δωματίου μου εκείνο το βράδυ...πήγα κοντά στο παράθυρο και το άνοιξα,τότε μπαίνει μέσα μια κουκουβάγια και μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα και λέει:Γουίλιαμ γλυκέ μου,δεν ήξερα ότι είχαμε καλεσμένους...καλώς ήρθατε στον κόσμο μας ξένοι!!!είπε η γυναίκα κουκουβάγια σε μας....Μα ποιοι είστε εσείς;ρώτησε η μάνα μου.ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΓΟΥΙΛΑΜ,Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ...Η ΝΤΕΜΠΟΡΑ,Η ΕΓΓΟΝΗ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΒΕΡΟΝΙΚΑ,Η ΚΟΡΗ ΜΟΥ...είπε το φάντασμα.Τότε ο πατέρας μου είπε:Καλώς ορίσατε,φίλοι μας φαντάσματα...είστε ευπρόσδεκτοι στο σπιτικό μας ή στο σπιτικό σας...όλοι άρχισαν να γελάνε..κάναμε καινούργιους φίλους...έστω και φαντάσματα.Κάναμε μια τρελή γιορτή με τα έθιμα των φαντασμάτων και τα δικά μας μέχρι το πρωί.Και ζήσαμε οι ζωντανόι καλά(μαζί με τα φαντάσματα)και εσείς καλύτερα(χωρίς τα φαντάσματα).Αυτό ήταν...τα λέμε αργότερα,μικρά και μεγάλα τερατάκια.
Έβλεπα που λέτε έναν νεαρό,θλιμμένο,στεναχωρημένο,μελαγχολικό,μέσα από τον καθρέφτη που μου χάρισε η θεία Ιωάννα από την Κύπρο.Ήταν όμορφο και γυαλιστερό...φώναξα τον φίλο μου τον Τάσο να το δει...Κοιτούσαμε τον καθρέφτη πολύ ώρα,τότε κάτι περίεργο ακούστηκε...ΦΣΙΝΤ...ΦΣΙΝΤ!!Αρχίσαμε να φωνάζουμε σαν μικρά παιδιά...ΚΟΦΤΕ ΤΟ,ΠΑΙΔΙΑ...ΔΕΝ ΘΑ ΣΑΣ ΠΕΙΡΑΞΩ...είπε μια κοπέλα.Ποιά είσαι εσύ;ρωτήσαμε εμείς.Είμαι η Ντέμπορα,το φάντασμα του σπιτιού.Αρχίσαμε να γελάμε και έπειτα λέω:Τάσο.άδικα φωνάζαμε η Ντέμπορα ήταν...φάντασμα;αναρωτήθηκα...Βοήθεια!!Ήσυχα,παιδιά...θα ξυπνήσετε τον γέρο Σούντο...είπε το φάντασμα.Ποιόν;ρωτήσαμε εμείς και η Ντέμπορα μας απαντάει:Τον παππού μου!Είναι επικύνδινο και παράξενο φάντασμα...αλλά από μένα δεν κινδυνεύετε,παιδιά.Λεονάρντο,είσαι πολύ καλός στο γράψιμο...έχω διαβάσει μερικά...Τι,πως ξέρεις ποιός είμαι;ρώτησα εγώ.Είσαι ο αγαπημένος μου συγκάτοικος...πρίν μετακομίσεις σ'αυτό το σπίτι ζούσα εγώ και εξακουλουθώ να ζω...δηλαδή...που λέει ο λόγος...εάν ήμουν ζωντανή θα χαρόμουν να ήμουν η κοπέλα σου...είσαι πολύ έξυπνος...είπε η Ντέμπορα,εγώ ψωνίστηκα:Ευχαριστώ,Ντέμπορα!Λέο;φωνάζει απορημένος ο Τάσος.Τι;ρωτάω εγώ.Η Ντέμπορα αρχίζει να γελάει...το ίδιο και ο Τάσος...έπειτα γελάω κι εγώ...ΤΑΚ!ΤΑΚ....χτύπησε η πόρτα του δωματίου μου...Ποιός είναι;ρώτησα εγώ.Έχεις επισκέψεις,Λεονάρντο.είπε η μητέρα μου και μπήκε μέσα η Ελισάβετ,το κορίτσι μου μαζί με την Λίνα,το κορίτσι του Τάσου...Γειά σας,αγόρια!Τι κάνετε;λένε με μία φωνή.Ά,γειά σας...μιλάμε με ένα φάντασμα και γελάμε,κορίτσια...λέει ο Τάσος...οι κοπέλες τον κοιτάζουν και αρχίζουν να γελούν...Χα,χα,ωραίο ανέκδοτο,Τάσο!λέει η Λίνα.Σοβαρά μιλάω!λέει ο Τάσος.Μπράβο,ρε Τάσο μας έκανες να γελάσουμε...είπα εγώ και του ψιθύρισα:Τσιμουδιά για την Ντέμπορα...Τάσο...Η Ελισάβετ με άκουσε και ρωτάει:Ποιά είναι η Ντέμπορα,παιδιά;Εγώ είμαι...μπορείς να με φωνάζεις...Ντέμπυ...είπε η Ντέμπυ και μπήκε στο δωμάτιο μέσα από τον τοίχο...Φάντασμα...βοήθεια!!!φώναξαν τα κορίτσια και κρύφτηκαν μέσα στην ντουλάπα...Αν ήμουν στην θέση σας δεν θα είχα μπει στην ντουλάπα,κορίτσια...έχει φαντάσματα...είπε η Ντέμπυ.Τα κορίτσια βγήκαν από την ντουλάπα και άρχισαν να φωνάζουν...η Ντέμπυ της κοιτούσε και γελούσε...το ίδιο και εμείς...τα κορίτσια νευρίασαν,πήγαν στην πόρτα την άνοιξαν και έφυγαν τρέχοντας...Στο καλό,στο καλό να πάτε...είπε η Ντέμπορα και γελούσε...Τότε ακούστηκε η πόρτα...κάποιος ανέβαινε πάνω...τρόμαξα και ρώτησα τους άλλους:Ποιοι να είναι;Θα πάω να δω.είπε η Ντέμπυ.Μα πριν προλάβει να δει μπήκαν στο δωμάτιο μου οι γονείς μου και οι γονείς των κοριτσιών...ήταν και τα κορίτσια μαζί τους...άρχισαν να φωνάζουν και να μας κατσαδιάζουν...τότε ακούστηκε μια φωνή:Ποιός...ποιός ξυπνάει το μεγάλο ΦΑΝΤΑΣΜΑ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου